- ἀποικεσία
- ἀπ-οικεσία, Auswanderung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποικεσίᾳ — ἀποικεσίᾱͅ , ἀποικεσία the Captivity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικεσία — ἀποικεσία, η [αποικώ] 1. η απομάκρυνση από την πατρίδα 2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἀποικεσίας — ἀποικεσίᾱς , ἀποικεσία the Captivity fem acc pl ἀποικεσίᾱς , ἀποικεσία the Captivity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικεσίαν — ἀποικεσίᾱν , ἀποικεσία the Captivity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικεσιῶν — ἀποικεσία the Captivity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικεσίην — ἀποικεσία the Captivity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՆԴԽՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0595 Chronological Sequence: 10c գ. ἁποικία, ἁποικεσία, μετοικεσία , παροίκησις, παροικία demigratio, peregrinatio, commoratio extra patriam. Պանդուխտն գոլ. պանդխտիլն. նժդեհութիւն. վտարանդութիւն. գաղթականութիւն. բնակութիւն յօտար երկրի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)